- ανερυθρίαστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν κοκκινίζει από ντροπή, αδιάντροπος: Ανερυθρίαστα μου δήλωσε πως δε με χρειάζεται πια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνερυθρίαστος — unblushing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανερυθρίαστος — η, ο (Α ἀνερυθρίαστος, ον) [ερυθριώ] αυτός που δεν κοκκινίζει από ντροπή, ξετσίπωτος … Dictionary of Greek
ἀνερυθριάστως — ἀνερυθρίαστος unblushing adverbial ἀνερυθρίαστος unblushing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερυθρίαστον — ἀνερυθρίαστος unblushing masc/fem acc sg ἀνερυθρίαστος unblushing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερυθριάστου — ἀνερυθρίαστος unblushing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερυθριάστους — ἀνερυθρίαστος unblushing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερυθριάστῳ — ἀνερυθρίαστος unblushing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχρωμος — η, ο (AM ἄχρωμος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει χρώμα 2. ωχρός, ξεθωριασμένος 3. εκείνος που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, ασήμαντος αρχ. μσν. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αναιδής … Dictionary of Greek
αχρώματος — ἀχρώματος, ον (Α) 1. ο χωρίς χρώμα, άχρωμος 2. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αδιάντροπος … Dictionary of Greek